σκατοχούλιαρο — το, Ν μτφ. άνθρωπος που αρέσκεται στο να δημιουργεί ή να αναμοχλεύει βρόμικες υποθέσεις ή καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + χουλιάρι «κουτάλι»] … Dictionary of Greek
συνδαυλιστής — ο, Ν [συνδαυλίζω] 1. αυτός που ανασκαλεύει τη φωτιά για να δυναμώσει 2. μτφ. αυτός που αναμοχλεύει παλιά ή και ξεχασμένα πάθη … Dictionary of Greek
αναμοχλεύω — αναμόχλευσα 1. αναταράζω, ανακινώ: Τον βρήκε στον κήπο να αναμοχλεύει το χώμα. 2. εξάπτω ξανά, αναρριπίζω: Ορισμένοι πολιτικοί αναμοχλεύουν συχνά τα πάθη και τα μίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναμόχλευση — η το να αναμοχλεύει, να ανακινεί κανείς: Μερικές εφημερίδες κάνουν συστηματική αναμόχλευση των πολιτικών παθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρθρογραφία — η 1. το να γράφει κανείς άρθρα σε εφημερίδα, η δουλειά του αρθρογράφου: Η αρθρογραφία προϋποθέτει πείρα και ταλέντο. 2. τα κύρια άρθρα εφημερίδας: Η αρθρογραφία αυτής της εφημερίδας αναμοχλεύει τα κομματικά πάθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)