ἀναμοχλεύει

ἀναμοχλεύει
ἀναμοχλεύω
raise by a lever
pres ind mp 2nd sg
ἀναμοχλεύω
raise by a lever
pres ind act 3rd sg
ἀναμοχλεύω
raise by a lever
pres ind mp 2nd sg
ἀναμοχλεύω
raise by a lever
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκατοχούλιαρο — το, Ν μτφ. άνθρωπος που αρέσκεται στο να δημιουργεί ή να αναμοχλεύει βρόμικες υποθέσεις ή καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + χουλιάρι «κουτάλι»] …   Dictionary of Greek

  • συνδαυλιστής — ο, Ν [συνδαυλίζω] 1. αυτός που ανασκαλεύει τη φωτιά για να δυναμώσει 2. μτφ. αυτός που αναμοχλεύει παλιά ή και ξεχασμένα πάθη …   Dictionary of Greek

  • αναμοχλεύω — αναμόχλευσα 1. αναταράζω, ανακινώ: Τον βρήκε στον κήπο να αναμοχλεύει το χώμα. 2. εξάπτω ξανά, αναρριπίζω: Ορισμένοι πολιτικοί αναμοχλεύουν συχνά τα πάθη και τα μίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμόχλευση — η το να αναμοχλεύει, να ανακινεί κανείς: Μερικές εφημερίδες κάνουν συστηματική αναμόχλευση των πολιτικών παθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρθρογραφία — η 1. το να γράφει κανείς άρθρα σε εφημερίδα, η δουλειά του αρθρογράφου: Η αρθρογραφία προϋποθέτει πείρα και ταλέντο. 2. τα κύρια άρθρα εφημερίδας: Η αρθρογραφία αυτής της εφημερίδας αναμοχλεύει τα κομματικά πάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”